- προσφορώ
- -έω, Α [πρόσφορος]φέρνω προς κάποιον ή προς κάτι («σκυλεύσας τούς... νεκροὺς καὶ προσφορήσας τὰ ὅπλα», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσφόρῳ — πρόσφορος serviceable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφόρωι — προσφόρῳ , πρόσφορος serviceable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφόρημα — ήματος, τὸ, Α [προσφορῶ] τροφή, τρόφιμα … Dictionary of Greek